- χειροτέχνιον
- χειροτέχν-ιον, τό,A tax on handicraft, SIG481 B3, BCH59.9 (both lph., iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροτέχνιον — τὸ, Α [χειροτέχνης] (στους Δελφούς) φόρος που επιβαλλόταν στα χειροτεχνήματα … Dictionary of Greek